δρόμω

δρόμω
δρόμος
course
masc nom/voc/acc dual
δρόμος
course
masc gen sg (doric aeolic)
δρομόω
hasten
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
δρομόω
hasten
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δρομώ — (I) και δρομάω (Α δρομῶ, άω) τρέχω νεοελλ. παίρνω δρόμο, πορεύομαι. (II) δρομῶ ( όω) (Α) επισπεύδω …   Dictionary of Greek

  • δρομῶ — δρομόω hasten pres subj act 1st sg δρομόω hasten pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρόμῳ — δρόμος course masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐγὼ τὸν ταχύν σε ἐκ δρόμῳ νικήσω… — См. Черепашьим шагом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δρόμωι — δρόμῳ , δρόμος course masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστιοδρομώ — (Α ἱστιοδρομῶ, έω) (για πλοία) αρμενίζω με τα πανιά φουσκωμένα από τον άνεμο, με γεμάτα πανιά νεοελλ. παίρνω μέρος σε αγώνες ιστιοδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < ἱστίον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρομώ, πελαγο δρομώ. Με τη… …   Dictionary of Greek

  • κατωδρομώ — 1. τρέχω προς τα κάτω 2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του») 3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση τής νόσου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξο δρομώ, σταδιο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • κενοδρομώ — κενοδρομῶ έω (Α) (κυρ. στην αστρολ., για αστρικά σώματα) τρέχω μόνος, τρέχω χωρίς συνοδεία, χωρίς δορυφόρους («ἐν γενέθλῃσι κενοδρομέουσα Σελήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. κυνο δρομώ, πελαγο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • κοινοδρομώ — κοινοδρομῶ, έω (Α) τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δρομῶ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο δρομώ, ισο δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • κουφοδρομώ — (για νόσο) προσβάλλω κάποιον κρυφά, λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + δρομώ (< δρόμος), πρβλ. λοξο δρομώ, πελαγο δρομώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”