δρομώ — (I) και δρομάω (Α δρομῶ, άω) τρέχω νεοελλ. παίρνω δρόμο, πορεύομαι. (II) δρομῶ ( όω) (Α) επισπεύδω … Dictionary of Greek
δρομῶ — δρομόω hasten pres subj act 1st sg δρομόω hasten pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρόμῳ — δρόμος course masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐγὼ τὸν ταχύν σε ἐκ δρόμῳ νικήσω… — См. Черепашьим шагом … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δρόμωι — δρόμῳ , δρόμος course masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστιοδρομώ — (Α ἱστιοδρομῶ, έω) (για πλοία) αρμενίζω με τα πανιά φουσκωμένα από τον άνεμο, με γεμάτα πανιά νεοελλ. παίρνω μέρος σε αγώνες ιστιοδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την αρχ. σημασία < ἱστίον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρομώ, πελαγο δρομώ. Με τη… … Dictionary of Greek
κατωδρομώ — 1. τρέχω προς τα κάτω 2. βαίνω προς το χειρότερο («κατωδρόμησαν οι δουλειές του») 3. (για ασθενή) έχω επιδείνωση τής νόσου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. αλλαξο δρομώ, σταδιο δρομώ] … Dictionary of Greek
κενοδρομώ — κενοδρομῶ έω (Α) (κυρ. στην αστρολ., για αστρικά σώματα) τρέχω μόνος, τρέχω χωρίς συνοδεία, χωρίς δορυφόρους («ἐν γενέθλῃσι κενοδρομέουσα Σελήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. κυνο δρομώ, πελαγο δρομώ] … Dictionary of Greek
κοινοδρομώ — κοινοδρομῶ, έω (Α) τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + δρομῶ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο δρομώ, ισο δρομώ] … Dictionary of Greek
κουφοδρομώ — (για νόσο) προσβάλλω κάποιον κρυφά, λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (Ι)* + δρομώ (< δρόμος), πρβλ. λοξο δρομώ, πελαγο δρομώ] … Dictionary of Greek